-
1 μεσοζωϊκός
η, ό[ν] мезозойский;μεσοζωϊκός αιών — мезозойская эра
-
2 αιώνας
[αίών (-ώνος)] ο1) век (тж. перен.), столетие;ο εικοστός αιώνας — двадцатый век;
αιώνα έχουμε να σε δούμε — мы тебя (целый) век не видели;
2) эпоха;στον αιώνα μας — в нашу эпоху;
3) геол эра; период; эпоха;ο μεσοζωϊκός αιώνας — мезозойская эра;
§ χρυσούς *ίων золотой век;καί νυν και μέχρι τού αιώνος отныне и навеки;στον αιώνα τον άπαντα — навсегда, навечно;
εις τούς αιώνας των αιώνων во веки веков
См. также в других словарях:
μεσοζωικός — ή, ό φρ. «μεσοζωικός αιώνας» διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια τού οποίου άρχισε η μετατόπιση τών ηπείρων, δηλ. ο αποχωρισμός τους από μία αρχέγονη χερσαία μάζα, και που είναι ο δεύτερος από τους τρεις αιώνες τής γεωλογικής ιστορίας τού … Dictionary of Greek
μεσοζωικός αιώνας — Υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου που προηγείται του καινοζωικού και έπεται του παλαιοζωικού αιώνα. Ο μ.α., που ονομάζεται και δευτερογενής, διήρκεσε περίπου 120 εκατομμύρια έτη και υποδιαιρείται, από κάτω προς τα άνω, στις περιόδους τριασική (40 … Dictionary of Greek
μεσοζωικός — ή, ό (γεωλ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέμπτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας: Mεσοζωικός αιώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμφιθήριο — (amphitherium). Γένος θηλαστικών που έχει εκλείψει. Ανήκαν στην τάξη των μαρσιποφόρων. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στην περιοχή της Οξφόρδης (Αγγλία) σε γεωλογικά στρώματα που τοποθετούνται χρονικά στην ιουράσιο περίοδο του μεσοζωικού αιώνα … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
ααλένιο ή ααλένιος βαθμίδα — Η ανώτερη βαθμίδα της λάσιας υποδιάπλασης (Lias). H υποδιάπλαση αυτή είναι η αρχαιότερη από τις τρεις υποδιαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η ιουράσιος περίοδος (μεσοζωικός αιώνας), που άρχισε πριν από 195 εκατ. χρόνια και διήρκεσε 60 εκατ.… … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
ιουράσιο — Η μεσαία από τις τρεις διαπλάσεις στρωμάτων στις οποίες διαιρείται το μεσοζωικό άθροισμα στρωμάτων. Ονομάζεται και ιουρασική διάπλαση. Η ονομασία της προέρχεται από το ορεινό συγκρότημα του Ιούρα της νότιας Γερμανίας και της Ελβετίας, στην… … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Ασκληπιείου Επιδαύρου — Σε απόσταση μόλις τεσσάρων χιλιομέτρων από το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου υπάρχει ένα μουσείο με μια μοναδική στην Ελλάδα συλλογή απολιθωμάτων και ορυκτών. Ιδρύθηκε το 1995, με την αξιέπαινη ιδιωτική πρωτοβουλία του καταγόμενου από το Λυγουριό… … Dictionary of Greek